ἀστοχεῖ — ἀστοχέω miss the mark pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀστοχέω miss the mark pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъстоупати — ОТЪСТОУПА|ТИ (58), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отходить, отдаляться: Егда св(е)ршають(с) ст҃ы˫а службы. не по(д)баеть iподиѧкономъ ѡлтарныхъ дверiи ни в м(а)лѣ ѿступати. КР 1284, 84а; громи же блистани˫а тогда бывають. в странахъ тѣхъ. [южных] ѥгда вдале… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άλιος — (I) ἅλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος 2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. τής θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς. ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος νεοελλ. αλιόφως]. (II)… … Dictionary of Greek
αναμπλάκητος — ἀναμπλάκητος, ον (Α) [ἀμπλακίσκω] 1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί 2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος … Dictionary of Greek